αδρομάλλης

αδρομάλλης
αδρομάλλης, -α και -ούσα, -ικο και αδρόμαλλος, ανδρομάλλα και ανδρομαλλούσα, -ο και ανδρομάλλικο πυκνομάλλης: Ήταν ένα παιδί ζωηρό, μελαχρινό, αδρομάλλικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδρομάλλης — μάλλα και μαλλούσα, μάλλικο (συνήθως για ζώα) αυτός που έχει αδρό, πυκνό τρίχωμα ή μαλλιά, πυκνόμαλλος, δασύτριχος, μαλλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + μαλλί] …   Dictionary of Greek

  • αδρόμαλλος — η, ο ο αδρομάλλης …   Dictionary of Greek

  • αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”