- αδρομάλλης
- αδρομάλλης, -α και -ούσα, -ικο και αδρόμαλλος, ανδρομάλλα και ανδρομαλλούσα, -ο και ανδρομάλλικο πυκνομάλλης: Ήταν ένα παιδί ζωηρό, μελαχρινό, αδρομάλλικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.